παμφαλώμενος

παμφαλώμενος
παμφαλάω
gaze in astonishment
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παμφαλώ — παμφαλῶ, άω (Α) 1. βλέπω κατάπληκτος, γεμάτος φόβο 2. (η παθ. μτχ. ενεστ.) παμφαλώμενος περιβλεπόμενος πανταχόθεν (Σχόλ. στον Λυκόφρ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ πτοιήσεως καὶ ἐνθουσιασμοῡ ἐπιβλέπειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστ. τ. σε άω με… …   Dictionary of Greek

  • παπταλώμαι — άομαι, Α παπταίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στη μτχ. παπταλώμενος < παπταίνω, κατ επίδραση τού παμφαλώμενος, μτχ. τού παμφαλῶ «βλέπω κατάπληκτος, θαυμάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”